Wednesday, October 3, 2012

Στην πένα της καρδιάς μου (3 γραμμούλες σχόλιο στον Στάθη)

Όσο η  πένα αρχίζει και ψάχνεται 
για το πόσο κάνει το μελάνι που την ματώνει
τόσο η αναπνοή της χάνει το χρώμα που της έδινε ζωή



***Οι hipsters της καρδιάς μας

Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τα παιδιά που πήγαν άπατα, στο τρίγωνο του Ιστορικού Κέντρου, με βερμούδες.
Στα πρώτα χρόνια της LifO, ηθελημένα και συστηματικά, προβάλλαμε τα έργα και τις ημέρες των hipsters. Ήταν το πιο ζωηρό πράγμα της Αθήνας και ήταν οι περισσότεροι φίλοι μας. Το πράγμα, βέβαια, κάπου έμπαζε. Τα παιδιά ήταν εντάξει, ξύπνια, όμορφα, φανατικά για νέα πράγματα –αλλά τα έργα τους, για να το πω κομψά, δεν ήταν και για χόρταση: κάτι αναιμικές απόπειρες με ενδιαφέρον στάιλινγκ.

Το γεγονός ότι τόσος θόρυβος που δημιουργήθηκε δεν άφησε πίσω του ούτε ένα διαχρονικό τραγούδι, ούτε μια αξιομνημόνευτη εικόνα, κάτι ασφαλώς έχει να πει. Εκτός κι αν όλα γίνονταν για τη φάση της στιγμής. Που δεν νομίζω.

Υπήρχε πολλή σπουδαιοφάνεια και έπαρση στη hip σκηνή, πολλή θεωρία πίσω από κάθε μικρή χειρονομία. Ένιωθες ότι ανοίγεται το παραπέτασμα του ναού κι εμείς, τα media, κράζαμε Ωσαννά!

Πόσοι Ρεμπώ του Κέντρου δεν παρελάσανε από τις καημένες τις σελίδες μας, πόσοι Μπέηκον, πόσοι Radiohead! Και με τι τουπέ!

Καθώς περνούσαν οι μήνες και τα χρόνια, άρχισε κι η σκηνή να απομαγεύεται. Αρχίσανε και τα παιδιά να εκδηλώνονται – εννοώ να τα βλέπουμε σε όλους τους αναβαθμούς του χαρακτήρα τους (όχι ότι ενδιαφέρει, αλλά, όσο να ‘ναι, σε επηρεάζει).

Eίχαν το στυλ του αποσυνάγωγου, του ερημίτη, του αγνού αντικαταναλωτή, ωστόσο ήταν μανούλες στο self promotion. Σχεδόν όλοι. Έκαναν τους ξαφνιασμένους από τη σκληρότητα της κοινωνίας, τους εν δυνάμει ποιητές που παίζουν τα τρυφερά τους βινύλια κάτω από τη συκομουριά του Πίτερ Παν, αλλά ήταν σχεδόν όλοι κιλεράκια, υπολογιστικοί στο έπακρον, μόνοι καβάλα στ’ άλογο.

Και επίσης, ενώ έκαναν τους ψαγμένους, ήταν στα βασικά αμόρφωτοι. Αδιάβαστοι. Όχι Όμηρο και Σαίξπηρ δεν ήξεραν, αλλά ούτε καν τον Σταντάλ και τον Φλωμπέρ, που τους συμπεριλαμβάνει. Αντιθέτως, είχαν αποστηθίσει οτιδήποτε περνιέται για σκοτεινό και απρόσιτο - μόνο αυτοί το έχουν ανακαλύψει, μόνο αυτοί το έχουν προσκυνήσει, μόνο αυτοί έχουν συλλάβει άμωμα τον μυστικό καυλό του. Ακόμα και ο λόξυγκας κάποιου που εσύ ΔΕΝ ήξερες, αρκούσε για να είναι "συγκλονιστικός, man". Λόξυγκες που τους πήρε ο άνεμος.

Σέβομαι τις εκκεντρικότητες κι έτσι έκανα τα στραβά μάτια όταν άκουγα ότι κάποιος που του παίρναμε συνέντευξη για πρώτη και τελευταία φορά στη ζωή του (επειδή έχει κολλήσει δέκα αυτοκόλλητα σε τοίχους ή επειδή ενδέχεται να ολοκληρώσει το ορατόριό του και άμποτες να το ανεβάσει στο bandcamp) δεν ήθελε να δείξει το πρόσωπό του, όπως η Γκρέτα Γκάρμπο. Γιατί; Διότι είναι εξαιρετικά πολύτιμος! Τον κυνηγάει το FBI, αφότου έκαψε έναν κάδο γωνία Στουρνάρη και Πατησίων. Περιφρονεί τις αστικές φυλλάδες. Κρύβει μια κάποια θλίψη, όπως ο Σάλιντζερ.

Αλλά δεν ήταν αυτά που με έκαναν να μην κάνω τα στραβά μάτια πια και να πιστέψω ότι η φάση αργοσβήνει ή έσβησε. Ούτε καν η ελαφρά απώθηση, όταν τους είδα όλους να ομογενοποιούνται: όλοι μούσι, όλοι σπαστά ποδήλατα, όλοι skinny jean, όλοι γυαλαμπούκες κ.λπ. Ήταν η κρίση. Στο νεο περιβάλλον που διαμορφώθηκε, οι hipsters φάνηκαν αφόρητα παλίμπαιδες, απολίτικοι έως κυνισμού, άλαλα φλωράκια της καλλιγραφίας (αν και γεμάτοι τατουάζ).

Κι αφότου τα λεφτά σωθήκανε και το χαρτί ακρίβυνε, σκέφτεσαι δυο φορές σε ποιον θα δώσεις τον λόγο να μιλήσει.

Διαβάστε το σχετικό κομμάτι Ο αργός θάνατος του Αθηναίου hipster(μια συζήτηση με τον Δημήτρη Πολιτάκη)
 και πείτε μας τη γνώμη σας.

No comments:

Post a Comment