Ξύπνησα ξημερώματα μια μέρα που φυσούσε παγωμένος νοτιοδυτικός άνεμος. Το στόμα μου ήταν ανοιχτό, τα μαλλιά μου κόκκινα σγουρά και μακρυά και το πρόσωπό μου ανοικτό σε όλα. Στο μυαλό μου φύσηξε φρέσκος αέρας κι έφερε τις λέξεις που θα μου έκαναν παρέα στα χρόνια που θα ακολουθούσαν.'Άρπαξα μία και χωρίς να την καλοκοιτάξω την τύπωσα.Το χαρτί ήταν βρώμικο κι έτοιμο να πετάξει.Ακούστηκαν οι ήχοι των Carpenters. Σκουριασμένα αλυσοπρίονα φυγάδευαν κλαδιά στο δάσος κάτω στο λιμάνι.Τον κρατούσα σφιχτά στην αγκαλιά μου προσπαθώντας να αντισταθώ στην ακατανίκητη επιθυμία μου να ομολογήσω για άλλη μια φορά το αδιανόητο.Και κάπως έτσι χάιδεψα απαλά το φρεσκοσαπουνισμένο Atom Heart Mother ξεκινώντας από την δεύτερη πλευρά.Μόλις άρχισαν όλα.