Είχα χωθεί πάλι εκεί μέσα κι έπαιζα αυτά που παίζω πάντα σε τέτοιες περιπτώσεις.
Είχε πιάσει ζέστη κάτω κι οι άνδρες είχαν αρχίσει να βγαίνουν με λευκές φανέλλες κι ιδρωμένα μέτωπα.Στον Βράχο έψαξα μέρος να κοιτάω απέναντι.Είχαμε στα χέρια μας κομμάτια από το ημερολόγιο του Albert, σειρά-σειρά,λωρίδες ολόκληρες να ανεμίζουν στον αέρα που ερχόταν από τον Ατλαντικό.Κάτσαμε σε ένα βρώμικο καφενείο γεμάτο Αλγέριους ψαράδες.
Ήσουν πολύ αταίριαστος εκεί και χρειάστηκε να καλύψω εγώ τις γυναικείες σου κινήσεις.
Φοβήθηκες
Σε κοίταγα ανάμεσα στα νερά, δεν υπήρχε μουσική να ακούσω, άρχισα να καταλαβαίνω πως ανάμεσα σε σένα, εμένα και την πραγματικότητα δεν υπήρχε ούτε ένα active link, όλα ήταν βασισμένα στο πάχος των σύννεφων που μας φιλοξένησαν και τις λέξεις που κωδικοποιούσαν αυτά που λέγαμε για να μην μας καταλαβαίνουν οι άγγελοι δίπλα μας.
Σιγά σιγά, η εικόνα σου άρχισε να θολώνει, έγινε password στους λογαριασμούς μου κι οι όρκοι μου χώθηκαν μέσα σε ερωτηματικά.Η σκηνή έχασε το χρώμα της και αποφάσισα να πιάσω κουβέντα με τους διπλανούς μου.