Το Ιόνιον ήταν ένα σαπιοκάραβο που τόβαλαν στη γραμμή Πειραιάς -Κρήτη.Μόνο που τόβαζαν χειμώνα και μέσω Πελοπόννησος.Την πρώτη φορά που πήρα τη διαδρομή ήταν από άγνοια και ανάγκη. Έψαχνα τον φτηνότερο τρόπο να φτάσω Κρήτη πριν το Πάσχα,βρήκα μετά από αναλογικά τηλεφωνήματα αυτό το δρομολόγιο και το πήρα.
Ο καιρός,αν και νωρίς τον Απρίλιο,ήταν γλυκός. Ο ήλιος συνυπήρχε με την υγρασία και την ομίχλη, δεν χρειαζόταν βαρύ ντύσιμο αλλά τράβαγε και πανωφόρι,ενώ παράλληλα μπορούσες να απαλλαχθείς από κάλτσες και παπούτσια κοιτώντας το νερό που ήρεμα πλατσούριζε δίπλα στα ύφαλα του πλοίου.
Η διαδρομή ήταν πρωτόγνωρη και με εναλλαγές. Άδειο καράβι,ειδικά στο κατάστρωμα -οι λιγοστοί φορτηγατζήδες την άραζαν στο 'μπαρ',ο ήλιος κατά διαστήματα έκαιγε,μπουνάτσα, εξωτικοί όρμοι και λιτά φιόρδ στο Γέρακα και το Κυπαρίσσι,απότομο μπουρίνι στον Κάβο Μαλιά,Νεάπολη, Ελαφόνησος,ολονυχτία στο Γύθειο με φαντάρους σεμιτζήδες να ξερνάνε σε όποια λεία επιφάνεια έβλεπαν επάνω,Αγία Πελαγία- νέκρα- Καψάλι μαγικό, σκοτεινό και ψωροπερήφανο,δυό ώρες όνειρα μέχρι τη σιωπή των Αντικυθήρων και μετά,σχεδόν 24 ώρες αργότερα από την ώρα του ντού στον Πειραιά,ξημέρωνε,με την Βορειανατολική Κρήτη να ανατέλλει στην ομίχλη του πεινασμένου πρωινού.
Όταν πρωτοείδα το Καστέλι ήμουν νέα, άπειρη κι αταξίδευτη.H καρδούλα μου όπως ήξερε να καίγεται από μικρή κι είπα στον εαυτό μου πως αυτή τη ρότα κι εμπειρία θα τις ξανάπαιρνα.
Είχα δυό γκόμενους.
Μαζί σε όλο το ταξίδι.
Ο ένας, τρελλά ερωτευμένος, δεν άντεχε τις κακουχίες,ούτε τις σωματικές, ούτε τις ερωτικές.
Έτσι έμεινα με τον άλλον.
Γυρνώντας προς τα πίσω με αυτόν και τον ξάδερφό του μια ζεστή και άδεια ανοιξιάτικη νύχτα είπαμε να κοιμηθούμε οι τρείς μας στο λιμάνι μέχρι να πάρουμε την άλλη μέρα το Ιόνιον της επιστροφής.Παραδομένη κι ευτυχισμένη αναζήτησα το μέρος που θα βολευτώ. Δεν είχε φεγγάρι και φύσαγε πρώιμο μελτέμι.
Το λιμάνι ήταν μικρό και αρκετό για να αγκαλιάσει ελάχιστα ψαροκάικα.
Καρπαθιώτικα και Τυνησιακά κατακόκκινα μωρά στέκονταν δεμένα με ελάχιστο φως να κουνιούνται στα νερά που βόγκαγαν στο σκοτάδι του βοριά.Μελαμψοί εργάτες, ξεπεσμένοι τουαρέγκ, καθάριζαν την τύχη τους ακούγοντας βορειοαφρικάνικα μπουζούκια στα βραχέα και δυό-τρείς παλιομοδίτικοι γλόμποι έφτιαχναν το κλίμα μιας νύχτας που στο μυαλό μου δεν θα τέλειωνε ποτέ.