Search This Blog

Sunday, September 28, 2014

Breadcrumb Trail: Η Ιστορία των Slint ή το παρ' ολίγον Stand By Me δυό αγοριών από την Louisville


Ο Lance Bangs είναι χορτοφάγος, παντρεμένος με δύο παιδιά και στο βιογραφικό του έχει συμπεριλάβει την κινηματογράφηση του γάμου του Brad Pitt με την Jennifer Aniston μαζί με πολυάριθμα video clips σημαντικών καλλιτεχνών, τη δουλειά του για το Jackass, την ίδρυση ενός φεστιβάλ, την κινηματογράφηση πολλών μουσικών ντοκιμαντέρ και διαφημίσεων και πολλά ακόμη, τα περισσότερα γύρω από τη μουσική.
Ο Lance Bangs είναι ένας πολύ έξυπνος σκηνοθέτης κι αυτό φαίνεται από τα πρώτα λεπτά του Breadcrumb Trail ή μάλλον πολύ πριν αρχίσει η ταινία: Από το γεγονός ότι διάλεξε να της δώσει αυτόν τον τίτλο, τον τίτλο του πρώτου κομματιού του άλμπουμ των Slint, 'Spiderland'.
Breadcrumbs είναι τα ψιχουλάκια που άφηναν πίσω τους ο Χάνσελ και η Γκρέτελ για να μη χάσουν το μονοπάτι στο δάσος αλλά και το εργαλείο πλοήγησης που βοηθάει τον χρήστη να μην χάνεται ανάμεσα στα διάφορα αρχεία, παράθυρα και interfaces όταν δουλεύει στον υπολογιστή του.
Έτσι, το Breadcrumb Trail υπηρετεί απόλυτα το όνομα και την σημασία του καθώς ξετυλίγει  αργά και μεθοδικά την ιστορία των Slint συνδυάζοντας την ονειρική αφήγηση με την αντικειμενική – αφτιασίδωτη ματιά της κάμερας προκειμένου να την ψάξει και να μοιραστεί μαζί μας μέσα από τους ανθρώπους, τις συνθήκες, τα αίτια και τις αφορμές πίσω από μία από τις μεγαλύτερες στιγμές της μουσικής, την δημιουργία του Spiderland και τη διάλυση των δημιουργών του Slint αμέσως μετά την κυκλοφορία του άλμπουμ.
Η  ονειρική αφήγηση προορίζεται για τους Slint και το Spiderland. Μέσα από κοντινά και πολλές φορές θολά πλάνα με υπέροχα χοντρό κόκκο κι εκ των πραγμάτων πολύ ατμόσφαιρα παρουσιάζονται οι δημιουργοί και οι τόποι που καθόρισαν τη μουσική, το κάθε τραγούδι ξεχωριστά και το  άλμπουμ σαν ολότητα.
Η αφτιασίδωτη ματιά χρησιμοποιεί γενικά ως πολύ γενικά πλάνα και καθαρή,φωτεινή φωτογράφιση για να μας επιτρέψει να ακούσουμε τα γεγονότα όπως τα είδαν γονείς, φίλοι, άλλοι μουσικοί και σπουδαίοι παράγοντες όπως ο James Murphy.
H ταινία παρακολουθεί, τραγούδι- τραγούδι με την σειρά που αυτά βρίσκονται στο Spiderland, την ιστορία δύο αγοριών του Brian McMahan και του Britt Walford που έγιναν φίλοι από παιδιά και μπήκαν στην εφηβεία φτιάχνοντας μουσική, κάνοντας βρωμερά αστεία και πλάκες για να φτάσουν να φτιάξουν τους Slint και στα 21 τους να βγάλουν έναν εμβληματικό δίσκο που έμελλε να θεωρηθεί ότι άνοιξε το κεφάλαιο του post rock και μετά χάθηκαν , ξαναβρέθηκαν, ξαναχάθηκαν και ξανά και ξανά.
Το Breadcrumb Trail είναι μία πολύ δύσκολη ταινία. Σαν ντοκιμαντέρ την κάνει την δουλειά της και φωτίζει την ιστορία σε πρώτο επίπεδο ανάγνωσης. Όμως το θέμα της δεν μπορεί εκ των πραγμάτων να σταματήσει εκεί.
Όλες αυτές οι λεπτομέρειες για την ζωή, τις σκέψεις  και την πορεία των δύο βασικών συντελεστών του, του  Brian και του Britt και της φιλίας τους δεν αρκούν για να εξηγήσουν τι ήταν αυτό που πραγματικά συντέλεσε ώστε  δύο τόσο όμορφα, χαρούμενα, πλακατζίδικα αγόρια να φτιάξουν έναν από τους πιο σκοτεινούς δίσκους όλων των εποχών και μετά να τα αφήσουν όλα στη μέση.

(Photo: FACTMAG.COM)

Η μουσική των Slint είναι τόσο σπαρακτική και μεγαλειώδης που ακούγεται μέσα σε απόλυτη σιωπή ακόμη και στα πιο πολυπληθή live, το σημειώνουν οι ίδιοι στην ταινία και είχα την τύχη να το ζήσω κι από πρώτο χέρι, 23 περίπου χρόνια μετά την πρώτη κυκλοφορία του Spiderland, στην Primavera του 2014. Γιατί? Ποιος πόνος και ποια αγωνία  κρύβονται μέσα της?

Τι είναι αυτό που κάνει τους Slint? Τι άλλο μπορεί να τους οδήγησε να γράψουν μια τέτοια μουσική  με τόσο σπουδαίους στίχους, εκτός από την ιδιοφυία τους και τις άγριες, σχεδόν μυστικιστικές καταβολές της Louisville? Τι είναι αυτό που τους διαλύει και τους ξαναφέρνει κοντά σε ακανόνιστα χρονικά διαστήματα? Γιατί δεν μπόρεσαν να ξανακάνουν μομέντουμ αργότερα έστω με άλλα σχήματα? Γιατί είναι τόσο λιτές και σύντομες οι αναφορές σε αυτούς στο διαδίκτυο?

Ο Lance Bangs είναι ένας έμπειρος σκηνοθέτης με πλούσιο έργο στον τομέα των μουσικών ντοκιμαντέρ. Αλλά είχε ένα πολύ δύσκολο έργο να επιτελέσει και δεμένος στο άρμα της ιδιοφυίας των πρωταγωνιστών του παρασύρθηκε από αυτά που θέλησαν αυτοί να δώσουν φτιάχνοντας μια άρτια ταινία που όμως δεν καταφέρνει να ξεκλειδώσει τα μυστικά τους παραμένοντας φυλακισμένη στην επιφάνεια.
Ένας απλά περίεργος ή έστω φιλόμουσος και κινηματογραφόφιλος θεατής μπορεί και να βολευτεί.

Αυτός όμως που σιωπά βυθισμένος στους στίχους τους και τις σπαρακτικές τους νότες όταν τους ακούει ή τους βλέπει,αυτός που μπορεί έστω και μια φορά στη ζωή του να έχει πει “When I first heard Brian McMahan whisper the pathetic words to ‘Washer’, I was embarrassed for him. When I listened to the song again, the content eluded me and I was staggered by the sophistication and subtle beauty of the [guitar] phrasing. The third time, the story made me sad nearly to tears. Genius.”* αδύνατον. Μόνο μια αγωνία για το πώς θα ήταν αν ξαναέγραφαν μαζί. Και θλίψη και ξανά και ξανά το Spiderland στα αυτιά μου.


Ακούστε το Spiderman εδώ



* Το είπε ο Steve Albini το 1991 αλλά ακριβώς έτσι και με το ίδιο τραγούδι ένοιωσα και νοιώθω κι εγώ

Friday, September 26, 2014

Heaven Adores You: H Γεωγραφία ενός Θανάτου


Πιστεύω στη θεωρία πως οι τόποι ορίζουν την καλλιτεχνική δημιουργία.
Ζωγράφος ή ποιητής, τροβαδούρος ή ρόκερ είσαι το μέρος στο οποίο γεννήθηκες και μεγάλωσες, τα μέρη που ταξίδεψες κι έζησες, οι ουρανοί και τ’ άστρα που φώτιζαν τις νύχτες σου, οι ορίζοντες που σκλάβωναν το  βλέμμα σου, τα δένδρα που μεγάλωναν μαζί σου, τα νερά που σε ξεδίψαγαν κι οι αέρηδες που σου φυσούσαν τα μαλλιά.
Νομίζω πως ο Nickolas Dylan Rossi, σκηνοθέτης του Heaven Adores You, μοιράζεται την ίδια ακριβώς άποψη.
Από την υγρή Omaha της Nebraska  και τα ήρεμα νερά του ποταμού Missouri, στο μελαγχολικό, σχεδόν μόνιμα σκοτεινό Portland κι από εκεί ανατολικά στην παγωμένη Νέα Υόρκη και πάλι πίσω δυτικά στο απέραντο Los Angeles ακολουθεί την πορεία του Elliott Smith προς τον θάνατο προσπαθώντας εσκεμμένα να αποσιωπήσει την θλιβερή του ιστορία και την μάχη του με τα τέρατα που στοιχειώνανε τον ίδιο και τις μουσικές του.
To Heaven Adores You δεν είναι ένα κανονικό μουσικό ντοκιμαντέρ. Είναι η  λυπημένη ιστορία ενός παιδιού που μπήκε στην εφηβεία φεύγοντας από τον καθαρό ουρανό και τον ήλιο του Duncanville του Texas και καταφεύγοντας στην ομίχλη και τα σκοτεινά δάση του Oregon για να κρύψει τον τρόμο της ανάμνησης της σεξουαλικής κακοποίησής του από τον πατριό του.
Με μια διαφορά: Είναι μια λυπημένη ιστορία που δεν αποκαλύπτει την αλήθεια αλλά έντεχνα την αποσιωπά, την σκεπάζει και την κρύβει, εμπλέκοντας  τον θεατή κι αναγκάζοντάς τον να ψάξει να την ανακαλύψει μετά το ΤΕΛΟΣ.
Ο Nickolas Dylan Rossi είχε να κάνει μια πολύ δύσκολη δουλειά. Θέλησε να μας πει την ιστορία του νεκρού Elliott Smith βασισμένος μόνο στις αναμνήσεις  των ελάχιστων υγιών ανθρώπων με τους οποίους σχετίστηκε στη σύντομη ζωή του, τα όποια διαθέσιμα πλάνα και φωτογραφίες  του καλλιτέχνη –τραγουδοποιού  και τα τραγούδια του με τα πλάνα των τοπίων μέσα στα οποία ξετυλίχτηκε το νήμα της ζωής του να είναι αυτά που αποτελούν τον βασικό σχολιαστή της ιστορίας, τον Χορό της Τραγωδίας, αν θέλετε .
Ο θαρραλέος Nickolas Dylan Rossi πιστεύει πως μας είπε την ιστορία του Elliott Smith έτσι όπως θα ήθελε να την πει ο ίδιος, κοιτώντας πίσω στον χρόνο από κει ψηλά στα σύννεφα χωρίς τίποτα κακό να του στερεί αυτό το παιδικό χαμόγελο που τον συνόδευε μέχρι το τέλος.

Και με αυτήν την έννοια, αυτό το μουσικό ντοκιμαντέρ που δεν είναι ντοκιμαντέρ αλλά μια τρυφερή ελεγεία σε έναν τρυφερό, πληγωμένο άνθρωπο που ήταν καταδικασμένος να υποκύψει στις πληγές του, πολύ πριν τις δύο μοιραίες μαχαιριές που του σκίσαν την καρδιά, γράφει την ιστορία με έναν μοναδικά ευφυή τρόπο καταφέρνοντας να αποτυπώσει στην εμουλσιόν του φιλμ την αόρατη στο κοινό μάτι πορεία ενός Αγγέλου προς τον Παράδεισο.
Και γι αυτό τον ευχαριστώ πολύ.



Ακούστε την μουσική του Elliott Smith εδώ

Tuesday, September 23, 2014

Beautiful Noise και Τα Πετάλια της Αυθάδειας (ή πως το shoegaze ΔΕΝ βρήκε το ντοκιμαντέρ του)


Ενδιαφέρθηκα  να δώ το Beautiful Noise για τρείς λόγους:
Πρώτον γιατί είναι ντοκιμαντέρ κι αυτά γενικά τα κυνηγάω γιατί μου ξεδιψάνε την φιλοπεριέργειά μου.
Δεύτερον γιατί είναι μουσικό ντοκιμαντέρ κι αυτά τα παρακυνηγάω  όταν αφορούν σε μουσικές που με παθιάζουν ιδιαίτερα.
Τρίτον γιατί  θα μου μίλαγε για το shoegaze , ένα μουσικό είδος που εδώ και μερικά χρόνια με συγκινεί σφόδρα και δη με  τις πιο σκοτεινές εκφάνσεις  του.
Διαβάζοντας τα τελευταία χρόνια όλο και περισσότερα πάνω στα μουσικά ντοκιμαντέρ λόγω του άλλου μου blog  The Great Musicmentaries  διαπιστώνω ότι καταρχάς το είδος ζει την μεγαλύτερη ίσως άνθηση  από καταβολής  του και κατά δεύτερον ότι ο κόσμος είναι λίγο μπερδεμένος σε σχέση με το  τι μπορεί να περιμένει κανείς από ένα μουσικό ντοκιμαντέρ: αυτό το τελευταίο με την έννοια του ότι ειδικά αν πληρώνει έστω κι ένα συμβολικό τίμημα για να το δει στον κινηματογράφο την ώρα ‘που συμβαίνει ‘ κι όχι μερικούς μήνες μετά, ενδεχομένως σπασμένο σε τεμάχια στο YouTube  ή κατεβάζοντάς το ο ίδιος στη συσκευή του,  έχει κάποιες παραπάνω απαιτήσεις.
Συνήθως οι απαιτήσεις έχουν να κάνουν με την ποιότητα του υλικού που θα περιλαμβάνεται στο ντοκιμαντέρ, την πληρότητα των θέσεων και των απόψεων που παρατίθενται σε σχέση με το θέμα το οποίο εξετάζει και, τέλος,  με όλους τους σημαντικούς παράγοντες που διαμορφώνουν την ταύτιση με ένα θέαμα και που στην προκειμένη περίπτωση που ΔΕΝ υπάρχει fiction είναι ο τρόπος που όλοι οι επιμέρους συντελεστές που συνθέτουν  μια ταινία (κινηματογράφηση, φωτογραφία, μοντάζ, ήχος κλπ) αποδίδουν τελικά αυτό που θα δούμε στη μεγάλη οθόνη ( η οποία ως γνωστόν είναι πολύ πιο αυστηρή στο πως αποδίδει μια ταινία από τις μικρότερες του σπιτιού μας).
Το Beautiful Noise σαν ταινία είναι από μέτριο ως και ξεπέτα. Όσα οικονομικά προβλήματα και να είχαν οι δημιουργοί και κατασκευαστές της  με τις σημερινές δυνατότητες που έχουν  τα σύγχρονα μηχανήματα σε επίπεδο post production θα μπορούσε να δώσει περισσότερα. Ειδικά οι ‘’κάρτες - χάρτες’’ της  καταγωγής της κάθε μπάντας  που στην ουσία ήθελαν να δείξουν ότι όλα ξεκίνησαν από την Σκωτία, κατέβηκαν στην Αγγλία και τελικά έφτασαν να κατακτήσουν τον κόσμο ήταν τόσο άτεχνες και παιδαριώδεις που  ακόμα κι ένας καλός στο power point θα τις απέδιδε καλύτερα. Επίσης η αισθητική σε αυτό το τόσο κρίσιμο για μια ταινία post production επίπεδο ήταν κάτω του μετρίου.
Αλλά το Beautiful Noise δεν είναι ταινία. Είναι ένα καθαρό μουσικό ντοκιμαντέρ.
Είδα το Beautiful Noise  σε μια μέτρια αίθουσα (ΔΑΝΑΟΣ 2) που εξακολουθεί να κόβει το έργο στη μέση για να κάνει διάλειμμα!!! Και το λέω με μένος αυτό γιατί θεωρώ αδιανόητο σήμερα και ειδικά στα χειμερινά σινεμά να κόβεται ένα έργο στη μέση για να πουληθούν πατατάκια με κόστος  να χαθεί η πολυπόθητη ταύτιση του θεατή μαζί του και μάλιστα τη στιγμή που ενδεχομένως χτίζεται.
Έτσι το πρώτο μέρος του – έτσι όπως αυθαίρετα το όρισε το κόψιμό του στη μέση- φάνηκε χωρίς καν μια κλιμάκωση. Όχι ότι αυτή είναι αναγκαία  αλλά προσωπικά δεν με  χαλάει κιόλας (εξαιρετικό  παράδειγμα  η επική κλιμάκωση του  Made Of Stone) .
Στην ουσία η ταινία είναι πραγματικά χωρισμένη σε τρία μέρη. Στην άνοδο, την πτώση και την  επάνοδο  του shoegaze έτσι όπως την είδαν και την βλέπουν οι βασικοί του εκπρόσωποι αλλά και μεγάλες προσωπικότητες – καλλιτέχνες εν προκειμένω της μουσικής βιομηχανίας -  περιλαμβάνει πάνω από 50 συνεντεύξεις  με ανθρώπους που έφτιαξαν  το κίνημα του shoegaze  αλλά και άλλους όπως οι Wayne Coyne, Trent Reznor, Billy Corgan και Robert Smith.
Ξεκινάει εστιάζοντας στους Σκωτσέζους Cocteau Twins και The Jesus and Mary Chain για να προχωρήσει στους τεράστιους  My Bloody Valentine ενώ παράλληλα λέει και κάτι λίγα ως πολύ λίγα για Ride, Slowdive, Chapterhouse και  Lush. Σε αυτό το πρώτο μέρος της ακμής του shoegaze ενώ οι συνεντεύξεις κάποιων από τους καλλιτέχνες καταφέρνουν να μεταφέρουν  τον ενθουσιασμό  τους για εκείνη την εποχή δεν υπάρχει τίποτα άλλο που να μπορεί να επικοινωνήσει το πόσο και πως έγραψε η μουσική αυτή στον κόσμο τότε, τίποτα που να σε κάνει να ταυτισθείς. Δεν σε παθιάζει, δε σε αφήνει να νοιώσεις τι είναι shoegaze.
Το ντοκιμαντέρ αρχίζει και κλιμακώνεται στο δεύτερο μέρος , όταν θίγει το θέμα της παρακμής  του είδους. Εκεί ακριβώς αποκαλύπτεται και η κρυφή ατζέντα του δημιουργού του Eric Green o οποίος έστω και με την σχεδόν σχολική ‘γραφή’ του καταφέρνει να μεταφέρει  το πάθος του για το shoegaze, τη γνώση του γύρω από το θέμα αλλά και τα πραγματικά αίτια πίσω από την (προσωρινή ???) ‘παρακμή’ του κινήματος. Ίσως η πρώτη από τις δύο καλύτερες στιγμές του Beautiful Noise είναι η μέσω του παράλληλου μοντάζ αντιπαράθεση  του λαμπρότερου – για μένα- δημιουργού του Shoegaze, Kevin Shields με  τον Alan McGee της  Creation Records . Εδώ ο Eric Green  παίρνει 10 για τις  σκηνοθετικές και προπαγανδιστικές  δεξιότητές  του με την έννοια ότι βάζοντας τον McGee να αδειάζει το LOVELESS απέναντι στην ιδιοφυία του Shields που αδειάζει τον McGee  και με τη χρήση του κατάλληλου κόψε –ράψε στις ατάκες όχι απλά κλιμακώνει, αλλά εμπλέκει  τον θεατή υποχρεώνοντάς τον να πάρει  μέρος. Υπέρ του Shields φυσικά!
Ακολούθως , η ταινία κλείνει σύντομα με το  πόσο επηρεάστηκαν εκατοντάδες άλλες μπάντες από το shoegaze φτάνοντας ως τους M83 και θα ήταν ένα ακόμη μουσικό ντοκιμαντέρ αν δεν κατέληγε με μερικές σκέψεις  από τους συνεντευξιαζόμενους εκ των οποίων μία συνοψίζει όλα όσα πάλευε 87’ να μας πει ο σκηνοθέτης δίνοντας  σε αυτό το ντοκιμαντέρ μία μοναδική αξία, γι αυτό  που ειπώθηκε σε αυτό.
Είναι ο Robert Smith των Cure που αναρωτιέται για το τι είναι επιτυχία, λέγοντας χαρακτηριστικά πως αν επιτυχία είναι ν’ ανέβεις στο Top of the Pops τότε το shoegaze είναι μία αποτυχία. Αν όμως είναι να σε αγαπήσει παθιασμένα ο κόσμος και να επηρεάζεις  άλλους δημιουργούς γράφοντας ιστορία τότε το shoegaze είναι ένα εξαιρετικά επιτυχημένο κίνημα.-
Και κάπως τέλειωσε κερδίζοντας αλλά όχι παθιάζοντάς με τελικά το Beautiful Noise: Κατάφερε να τιθασέψει μέσα σε 87’ ένα πολύ αγαπημένο μου, δύσκολο και στριφνό  κομμάτι της ιστορίας της μουσικής  έτσι που όταν το βλέπουν οι μεταγενέστεροι ή οι μη γνώστες και οπαδοί  να μπορούν να καταλάβουν τι είναι και ποιο ήταν το μυστικό πίσω από την επιτυχία του αλλά δεν κατάφερε να μεταδώσει αυτό που εγώ με δικά μου λόγια λέω ότι είναι τα πετάλια της αυθάδειας.

Μάθετε περισσότερα για την ταινία εδώ κι εδώ 
Διαβάστε μία ενδιαφέρουσα άποψη για την ταινία εδώ