Με ρώτησες τι θάθελα να έχεις και χαμογέλασα κρυμμένη πίσω από την οθόνη του laptop μου ζητώντας μόνο πάγο.
Βρήκα ένα κουτί της Drinkworks που μου είχε ξεμείνει από ένα παλιό δώρο που μου είχαν κάνει κι έβαλα μέσα όλα όσα χρειαζόμασταν: μιά κόκκινη πετσέτα, ένα μεγάλο βότσαλο που είχα κλέψει κάποτε από μια παραλία,δύο ποτήρια και τα βασικά για μαργαρίτες, αλάτι, ζάχαρη,ένα μεγάλο κομμάτι πικρή,σκούρα σοκολάτα και χοντρούς κόκκους μαύρο πιπέρι.
Πήρα ταξί κι ήρθα στην ώρα μου.
Έβαλα τα πράγματα στο τραπέζι της κουζίνας- νομίζω ότι τώρα ήξερες κι εσύ.
Σου ζήτησα να περάσεις το αλάτι και τη ζάχαρη στο στόμιο των ποτηριών καθώς εγώ έφτιαχνα το μίγμα σε μια κανάτα που βρήκα στο ντουλάπι σου- πρέπει να έμενες μόνος πολύ καιρό-.Πήρα την κόκκινη πετσέτα,τύλιξα μέσα της τον πάγο και τον θρυμμάτισα με το μαύρο βότσαλο. Σε έβαλα να σερβίρεις τα ποτά ενώ έλιωσα τη σοκολάτα στο μπρίκι του καφέ σου- δεν σε φανταζόμουν να πίνεις ελληνικό αλλά προφανώς είχες κι εσύ ένα μπρίκι όπως έχουν όλοι.Την ανακάτεψα με τους κόκκους από το πιπέρι κι έβαλα μέσα το δεύτερο δάκτυλο του δεξιού μου χεριού.
Την ώρα που σε πλησίαζα είδα στο βλέμμα σου την αγωνία για εκείνο το βράδυ.Ήξερες καλύτερα από εμένα πόσο παράταιρη ήταν αυτή η συνάντηση, πόσο δεν έπρεπε ποτέ να συμβεί, πόσο λάθος ήταν να έρθουν τα πράγματα έτσι.
Σου έβαλα το δάκτυλο με την καυτή σοκολάτα στα χείλια χαϊδεύοντάς τα.Γέλασα καθώς το πιπέρι σου έκαιγε τη γλώσσα και πήρα κι εγώ λίγο από σένα.
Από δίπλα κάποια παιδιά κάνανε πρόβες ένα κομμάτι,κάτι σε post punk.Ήταν ακριβώς αυτό που χρειαζόμουνα σαν soundtrack.
Και έτσι κύλησε η νύχτα μέ αλάτι, ζάχαρη, πιπέρι, πικρή σοκολάτα και πολύ αλκοόλ.